ἀλλογνώμων

ἀλλογνώμων
ἀλλο-γνώμων, ονος,
A fickle, Ptol.Tetr.183 ; holding strange opinions, Agath.4.26.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αλλογνώμων — ἀλλογνώμων ( ονος), ο (ΑΜ) 1. μη σταθερός, ευμετάβλητος 2. αυτός που έχει παράξενες γνώμες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + γνώμων < γνώμη] …   Dictionary of Greek

  • ἀλλογνώμονι — ἀλλογνώμων fickle masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλλο- — Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με τη λ. άλλος. Το αλλο ως α συνθετικό δηλώνει συνήθως τη σημασία τού «διαφορετικός, αλλιώτικος,… …   Dictionary of Greek

  • γνώμονας — Όργανο που χρησιμεύει για τη χάραξη κάθετων ευθειών καθώς και για τον έλεγχο της καθετότητας δύο ευθειών ή δύο επιπέδων. Αποτελείται από δύο κανόνες σε ορθή γωνία. Για το γεωμετρικό σχέδιο ο γ. κατασκευάζεται, γενικά, σε σχήμα ορθογώνιου τριγώνου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”